ΟΙ ΦΟΡΕΣΙΕΣ ΤΗΣ ΕΡΥΘΡΑΙΑΣ Μ. ΑΣΙΑΣ.
Θοδωρής Κοντάρας,φιλόλογος,ερευνητής μικρασιατικών θεμάτων.
(Μέρος δεύτερο).
ΑΛΑΤΣΑΤΙΑΝΕΣ ΜΕ ΤΑ ΡΟΥΧΑ ΤΣΗ ΠΑΤΡΙΔΑΣ ΗΡΑΚΛΕΙΟ 1937.
Το παρόν άρθρο αλιεύτηκε από τη σελίδα του Χορευτικού Ομίλου Ν.Ερυθραίας που δημοσιεύτηκε στις 14/5/19.
Η ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΦΟΡΕΣΙΑ
Οι πληροφορίες μας για παλαιότερους τύπους της γυναικείας φορεσιάς είναι εντελώς αποσπασματικές και ελάχιστες. Στηρίζονται κατά κύριο λόγο στην προφορική παράδοση, μια και δεν έχουν σωθεί λογοτεχνικές ή άλλες περιγραφές ούτε γκραβούρες ούτε σχέδια ούτε φωτογραφίες, εκτός από λίγες σημαντικότατες αναφορές στη μονογραφία για τα Βουρλά του Νίκου Μηλιώρη.
Παλιότερα, τον 19ο αι., οι Ερυθραιωτίνες φορούσαν βράκες, ίσως παρόμοιες με της Λέσβου ή της Β.Δ. Μικρασίας. Αυτό διαπιστώνει κανείς στις μαρτυρίες των προσφύγων από τα ορεινά καραμπουρνιώτικα χωριά Τεπεπόζι, Χάσεκι, Σαζάκι, Μποϊνάκι, Αχιρλί, Μοναστήρι, Μουρντουβάνια κ. ά., όπου οι περισσότερες γυναίκες ήταν βρακούδες μέχρι την Καταστροφή. Σ’ αυτή την απομονωμένη περιοχή των Καράμπουρνων διέμεναν οι αρχαιότεροι χριστιανικοί πληθυσμοί της Ερυθραίας. Εκεί λοιπόν, η καθημερινή φορεσιά ήταν σαλβάρι με πορκάκι ή μπλούζα, αλλά στα νεότερα χρόνια, κατά τις επίσημες μέρες, συνδύαζαν το πορκάκι με μεταξωτή φούστα από αγοραστό ύφασμα, κατόπιν αστικής επιρροής. Στην υπόλοιπη Ερυθραία έχουμε ενδείξεις ότι παλαιότερα φορέθηκε η βράκα. Συναντάμε ηλικιωμένες βρακούδες στα Βουρλά, βρακοζώνες σε άλλη χρήση και δυο κοινότατες μέχρι σήμερα φράσεις των Ερυθραιωτών. Οι πολύ ηλικιωμένοι διηγούνται συχνά πως «τον καιρό τση γιαγιάς τως τση βρακούς γένηκε» το τάδε γεγονός. Επίσης η γυναίκα που έρχεται θυμωμένη ή είναι δυναμική, έτοιμη για επέμβαση, λέγεται και σήμερα κακαβρακάτη, προφανώς από το χαρακτηριστικό κούνημα στη σέλα της βράκας, που πάει πέρα δώθε, όταν βιαζόμαστε ή κινούμαστε επιθετικά. Φράσεις, όπως «για ‘δέ τηνε, που μού ‘ρτε κακαβρακάτη κι έστησε καβγά» ή «ο γιος τσης ηπήρε μιαν κακαβρακάτη, μιαν τσαούσα που δεν τήνε κάμεις ζάφτι» ή «ποιος θε’ να τα βάνει μ’ ευτήν την κακαβρακάτη;» είναι κοινότατες μέχρι τώρα στα χείλη των Ερυθραιωτών. Σε ορισμένα μέρη οι γυναίκες κεντούσαν βρακοζώνες, μακρόστενες λουρίδες με ωραία κεντήματα από μεταξοκλωστές, τερτίρια και χρυσά τέλια, που δεν τις φορούσαν βέβαια – εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις – αλλά στόλιζαν μ’ αυτές στους γάμους τα σινιά με τα γλυκά και τα πουρκιά ή διακοσμούσαν τα καντρέτα και τσι πολιτρέδες (τα κάδρα και τις φωτογραφίες). Αυτές οι βρακοζώνες φαίνεται πως χρησιμοποιούνταν σε παλαιότερου τύπου φορεσιές και, όταν αυτές καταργήθηκαν, πέρασαν σε διακοσμητική χρήση.
ΜΙΣΟΦΟΥΣΤΑΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΑΛΑΤΣΑΤΑ (1919-22, ΑΡ.) ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΛΥΘΡΙ (1913, ΔΕ)
Οι γυναίκες της Ερυθραίας, όπως προαναφέραμε, φορούσαν τα φαντά μισοφούστανα με τα πορκάκια. Αυτός ο τύπος φορεσιάς εντοπίζεται μόνο στις λαϊκότερες τάξεις των χωριών και των πόλεων της περιοχής που είχαν αγροτικό χαρακτήρα. Θα πρέπει να εμφανίστηκε γύρω στα 1860-1880, όταν η Ερυθραία ξέφυγε από την απομόνωση, ανέπτυξε εμπορικές σχέσεις κατ’ ευθείαν με την Ευρώπη και δέχθηκε χιλιάδες εποίκους από πολλά νησιά του Αιγαίου. Αυτό το ανακάτεμα πληθυσμού έφερε αλλαγές και στη φορεσιά, κυρίως τη γυναικεία, αφού οι άντρες και στα νησιά και στην Ερυθραία ήταν βρακάδες. Τότε άρχισε να εγκαταλείπεται η παλιά ντόπια φορεσιά των γυναικών με βράκες. Ελάχιστες νεοφερμένες ίσως εξακολούθησαν να φορούν τα ρούχα του τόπου καταγωγής τους, όπως π.χ. στην Κάτω Παναγιά οι Κουμιώτισσες. Οι γυναίκες φόρεσαν ευρωπαϊκού ύφους ρούχα, θέλοντας να μιμηθούν τις αστές της Σμύρνης. Όμως το αστικό ρούχο προσαρμόστηκε στην τοπική αισθητική και στα ντόπια υλικά και το συνδύασαν με στοιχεία παλιότερα, όπως το μαντήλι, η ποδιά και ορισμένα κεντήματα και κοσμήματα. Από τα τέλη του περασμένου αιώνα σε πόλεις και χωριά η γυναικεία φορεσιά αστικοποιήθηκε εντελώς και οι γυναίκες φραγκοφόρεσαν.
Η γυναικεία φορεσιά καλείται γενικώς μισοφούστανα ή μεσοφούστανα, από το βασικό ένδυμα, τη φούστα, που οι Ερυθραιώτισσες ονόμαζαν πάντα μισοφούστανο.
Κόκκινα μισοφούστανα και κοραλλιά πορκάκια,
έρημα ηπομείνατε στσι δρόμοι, στα σοκάκια.
(αλατσατιανό δίστιχο της Καταστροφής)
ΚΑΤΩΠΑΝΑΟΥΣΙΚΑ ΜΙΣΟΦΟΥΣΤΑΝΑ ΜΕ ΝΕΟΤΕΡΑ ΠΟΡΚΑΚΙΑ
Εσώρουχα
Ως εσώρουχα χρησιμοποιούνται το μπουστάκι, το βρακί, η καμιζόρα και το μεσοφόρι. Ο μπούστος ή μπουστάκι είναι ένα είδος κοντής αμάνικης μπλούζας, πολύ εφαρμοστής, που χρησιμεύει για στηθόδεσμος. Φοριέται άλλοτε κατάσαρκα κι άλλοτε πάνω από το μέσα ποκάμισο και ράβεται από άσπρο βαμβακερό ύφασμα, συνήθως χασέ ή περκάλι. Στολίζεται με ταν-τέλες του κουσού (κοπανέλια), κοφτά, πιτσίλια τση βελόνας, αζούρια, φεστονάκια, κεντήματα, φιλτιρέδες, κορδελάκια, αγοραστές ταν-τέλες, ανάλογα με τον προορισμό του (νυφικό, καλό, καθημερινό κλπ.), με το γούστο και τις ικανότητες της νοικοκεράς.
Το χασεδένιο βρακί ή συντρόφι είναι μακρύ ως το γόνατο, φαρδύ και ανοιχτό στα πλάγια της μέσης, όπου δένει με τη βρακοζώνα ή βρακοθελιά. Τριγύρω στα γόνατα έχει κι αυτό διάφορα στολίδια, όπως το μπουστάκι, ή έχει σούφρες (θραμπαλάδες).
Η καμιζόρα ή καμιτζόλα ή μέσα ποκάμισο (ή σαλαμπράκα στα Καράμπουρνα) είναι ένα αμάνικο πουκάμισο, αλλού μακρύ ως τη γάμπα κι αλλού κοντύτερο. Την χρησιμοποιούσαν και ως νυχτικιά και γι’ αυτό τις αντρικές νυχτικιές τις αποκαλούσαν συχνά με το ίδιο όνομα. Στη Δυτ. Ερυθραία τις ποδήρεις πουκαμίσες των γριών τις ονόμαζαν αντεριά. Οι παλιότερες καμιζόρες είναι βαμβακερές, βαμβακομέταξες ή μαλλοβάμβακες, φαντές στον εργαλειό, κεναράτες ή σκέτες, στο φυσικό χρώμα των υλικών ύφανσης. Οι καλές είναι από μπουρουντζούκι ή ξερό, ντόπιο μεταξωτό της κρεβατής, και λέγονται ασπροκέναρα. Ορισμένες έχουν κόκκινους ολαμάδες (ρίγες στις ούγιες). Έχουν στρογγυλή λαιμόκοψη και φαρδαίνουν με λόξες στον ποδόγυρο. Η κοπή τους θυμίζει πολύ τα υφαντά πουκάμισα άλλων περιοχών (π.χ. της Θράκης). Οι νεότερες καμιτζόλες, όπως και τα άλλα εσώρουχα, ράβονταν από αγοραστά βαμβακερά διαφόρων ποιοτήτων, σε απαλά χρώματα. Τριγύρω στο λαιμό και στον ποδόγυρο η καμιτζόλα στολίζεται με κοχάκια και πιτσίλια, ενώ αρκετά συχνά στο στήθος ή στους ώμους κεντούσαν τα αρχικά της ιδιοκτήτριας. Τα μπουστάκια, τα βρακιά κι οι καμιζόρες αποτελούσαν σετ, τακίμι όπως το ‘λεγαν, είχαν δηλαδή το ίδιο ύφασμα, το ίδιο χρώμα και την ίδια διακόσμηση. Ορισμένες πρόχειρες πουκαμίσες λέγονταν καζάκες και χρησιμοποιούνταν συνήθως ως νυχτικά.
Το μισοφόρι ή μεσοφόρι είναι μια άσπρη βαμβακερή σουρωτή φούστα, λίγο μακρύτερη και φαρδύτερη από το μισοφούστανο. Φοριέται πάνω από το βρακί και την καμιζόρα, για να προσδίδει όγκο, ώστε να φουσκώνει και να πέφτει καλύτερα το μισοφούστανο. Συχνά έβαζαν και δυο μισοφόρια για περισσότερο όγκο. Το μεσοφόρι έχει θραμπαλά ή σούφρα κάτω από το γόνατο και στολίζεται με φεστόνια και πιτσίλια, ταν-τέλες, ατραντέδες και άλλα μοτίβα, που διακρίνονται λίγο κάτω από το μισοφούστανο. Η διακόσμηση στον θραμπαλά γίνεται συνήθως με άσπρη κλωστή (κοφτά, ταν-τέλες, πιτσίλια) και σπανιότερα με χρωματιστή (φεστονάκια). Στα Βουρλά και σε πολλά άλλα μέρη της ευρύτερης περιοχής Σμύρνης μισοφόρι ονόμαζαν ένα είδος νεότερης καμιζόρας, κοντής ως το γόνατο, που φοριόταν πάνω από τα εσώρουχα, εν είδει κομπιναιζόν.
ΜΙΣΟΦΟΥΣΤΑΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΑΛΑΤΣΑΤΑ (ΔΕ) ΚΙ ΑΠΟ ΤΟ ΛΕΘΡΙ (ΑΡ.) ΠΕΡΙ ΤΟ 1910-22
Ποκάμισο
Πάνω από τα εσώρουχα μπαίνει το ποκάμισο, που ράβεται με μεταξωτό ύφασμα, το μαγνάδι ή κουκουλήθρα ή ξερό, στο φυσικό χρώμα του μεταξιού. Αυτά τα μεταξωτά φαντά, κιναρωτά ή σκέτα, τα έκαμαν μόνες τους οι γυναίκες στο αργαστήρι (ή κρεβατή ή εργαλειό), έφερναν όμως και λεπτά μεταξωτά υφάσματα από τη Σάμο, που τα ονόμαζαν κρινεντίνες. Το ποκαμισάκι, που είναι μακρύ ως τους γοφούς, διακοσμείται με άφθονα κοχάκια εξαιρετικής λεπτότητας στο γιακά, στο στήθος και στο τελείωμα των μανικιών. Στα καλά ξερά πουκάμισα πρόσθεταν στα κοχάκια του γιακά μικρά φουσκάκια, δηλαδή μαργαριτάρια. Τα πρόχειρα ποκαμισάκια ράβονταν από φτηνό βαμβακερό ή άλλο αργαστηριώτικο ύφασμα και έχουν ελάχιστες διακοσμήσεις, ενώ τα νεότερα ποκάμισα, που λέγονται και μπλούζες, είναι συνήθως βαμβακερά από βατίστα ή περκάλι, και φέρουν αφάνταστη ποικιλία ασπροκεντημάτων σε συνδυασμό με πιτσίλια, κοχάκια κι αγοραστές ταν-τέλες.
ΜΙΣΟΦΟΥΣΤΑΝΟ ΜΕ ΠΟΔΙΑ ΛΥΘΡΙ 1900-1912 (ΤΟ ΠΟΡΚΑΚΙ ΕΙΝΑΙ ΝΕΟΤΕΡΟ)
Μισοφούστανο
Το μισοφούστανο ή μισοφόρι είναι μια φαρδιά φούστα που ράβεται με 5-6 φύλλα υφάσματος. Στη Δυτική Ερυθραία οι χωρικές προτιμούσαν τα ντόπια υφαντά βαμβακερά, ενώ στην Ανατολική και στις πόλεις ήταν ευρύτατα διαδεδομένα τα αγοραστά υφάσματα. Όμως από τις αρχές του αιώνα μας σε όλα σχεδόν τα μέρη είχαν διαδοθεί τα μεταξωτά τση Σμύρνης. Τα φαντά μισοφούστανα, μονόχρωμα, αραδωτά και προπαντός τσατμαλίδικα (καρό), είχαν κυρίως γερανιά, κόκκινα και κίτρινα χρώματα. Τα αγοραστά υφάσματα ήταν μάλλινα, βελούδινα ή μεταξωτά, με διάφορες ονομασίες όπως στόφες, μιλιρέδες, τζανφέδες, ταφτάδες, σόφια, ντράδες, κρέπια, βελιά και βλαντιά, σε σκούρα κυρίως χρώματα. Άλλα ήταν μονόχρωμα, άλλα είχαν σταμπάτα, ενυφασμένα λουλούδια και σχέδια, άλλα είχαν ολαμάδες, ρίγες διαφορετικής ύφανσης και χρώματος κοντά στην ούγια.
Ως προς το ράψιμο, υπάρχουν τρεις τύποι μισοφούστανων. Ο πιο κοινός είναι η απλή σουρωτή φούστα που, όταν τεντωθεί, έχει σχήμα ορθογώνιο παραλληλόγραμμο. Άλλου τύπου είναι το μισοφούστανο που έχει σταθερά τεντωμένο το φύλλο μπροστά στην κοιλιά και το υπόλοιπο ύφασμα σουρώνει πίσω και στα πλάγια. Άλλος τύπος, λιγότερο συνηθισμένος, έχει σταθερό το μπροστινό φύλλο και πίσω σχηματίζει πολλές φαρδιές μπλέτες (πιέτες). Το μήκος φτάνει λίγο πιο πάνω από τον αστράγαλο. Στον ποδό(γ)υρο τα φαντά μισοφούστανα καταλήγουν σε γλώσσες κεντημένες με φεστόνια ή είναι εντελώς ίσια ή έχουν μια πιθαμή θραμπαλά. Η ένωση του θραμπαλά με το υπόλοιπο μισοφούστανο γίνεται ή με μικρή οριζόντια μπλέτα 2-3 εκ. ή με ρέλι από το ίδιο ύφασμα. Με αγοραστό ρέλι ενισχύεται επίσης και το τελείωμα του θραμπαλά. Το φαντό μεσοφούστανο στολίζεται στον ποδόγυρο, άλλοτε στον θραμπαλά κι άλλοτε πάνω απ’ αυτόν, με υφαντά σχηματοποιημένα κεντήματα ή με πιο ελεύθερα φυτικά σχέδια, κεντημένα με βελόνι. Συνήθη σχέδια ήταν η κουντούρα με το σταφύλι, η γλάστρα με τα πούλουδα, τα κεπαρισσάκια, τα λαλεδάκια ή οι λαλέδες, τα ρούδια, τα γαρούφαλα, τα σταυρουδάκια, τα τριαντάφυλλα, τση μυγδαλιάς οι κλώνοι, τα μερσινάκια κλπ. Τα κεντήματα αυτά, κυρίως μονόχρωμα, γίνονται στον εργαλειό ή με ριζοβελονιά, σταυροβελονιά ή βελονιά πλακέ και κλωστή άσπρη, μαύρη, κίτρινη, βυσσινιά κλπ. Τα περισσότερα κεντήματα είναι φράτσες (μπορντούρες) πλάτους λίγων εκατοστών στον ποδόγυρο του μισοφούστανου. Τα αργαλίσα όμως από το Λυθρί και τα Αλάτσατα ανεβαίνουν καθ’ ύψος ως τα γόνατα. Τα καθημερινά πρόχειρα μισοφούστανα ήταν σκούρα και ακόσμητα, ραμμένα από δίμιτο, αλατζά ή άλλο φτηνό ύφασμα. Τα καλά μισοφούστανα που ράβονταν με υφάσματα αγορασμένα στα μαλιφατουριέρικα και τους μεζάδες (υφασματοπωλεία) των πόλεων, είχαν απαλά ανοιχτά χρώματα (κρεμ, τσικουδί, ρουδί, τσαγαλί, κοραλλί) για τις κοπέλες και σκούρα (βυσσινί, παγωνί, γερανιό, κανελί, μόρικο, λαδί, μολυβί) για τις πιο μεγάλες, που σχημάτιζαν φυτικά σχέδια με διαφορετική ύφανση. Τα μισοφούστανα από αγοραστό ύφασμα ήταν πάντοτε φοδραρισμένα. Κεντημένο ποδόγυρο με χρυσούς τοκμάδες είχαν μόνο τα καραμπουρνιώτικα μεταξωτά ή βελούδινα μισοφούστανα. Στα άλλα μέρη τα φορούσαν ακέντητα.
Στα περισσότερα χωριά της Δυτ. Ερυθραίας (Κάτω Παναγιά, Αγιά Παρασκευή, Λεθρί, Μελί, Γρι Λιμάνι, Ρεϊσντερέ κ.ά.), «αφ’ το Νιότριτο (Τρίτη του Πάσχα) κι ούλες τσι σκόλες ίσαμε τσ’ Αγιά Τριάδας, δηλαδής τση Πηγής, τ’ Άη Γιωργιού, την Πρωτομαγιά, τση Μαλλιαρής (Αναλήψεως), τ’ Άη Κωσταντίνου, τα λεύτερα κορίτσα ηντυνόντουστε με τα πασκαλιάτικα. Ηβάνανε άσπρα φαντά πορκάκια κι άσπρα για κίτρινα μεσοφούστανα, ξομπλιασμένα ένα γύρο με κόκκινα πλουμιά…»
ΑΣΤΙΚΟ ΣΕΤ ΕΝΔΥΜΑΤΩΝ ΑΛΑΤΣΑΤΑ 1919-22
Ποδιά
Η ποδιά εκτός σπιτιού είχε σχεδόν καταργηθεί στις αρχές του 1900. Τη φορούσαν με τα σκολιανά φαντά μισοφούστανα λίγες γυναίκες στις περιοχές Αλατσάτων και Λυθριού. Σε καθημερινή βάση παντού οι νοικοκιουρές κι οι αργατίνες (εργάτριες) έβαζαν ποδιά εργασίας, τη μπρο(υ)στοποδιά με τσι δυο μπουζούδες, φτιαγμένη από υφάσματα δεύτερης ποιότητας. Η σκολιανή ποδιά των Λεθριανών ράβεται με το ίδιο φαντό του μισοφούστανου, έχει σχήμα οριζόντιο παραλληλόγραμμο και φέρει αργαλίσα κεντήματα όμοια με του ποδόγυρου. Η αλατσατιανή όμως είναι μεταξωτή κεναράτη, σε σχήμα ωοειδές κάτω, υφασμένη από ξερό, όπως το κουκουληθρένιο ποκάμισο, και στολισμένη ολόγυρα με αγοραστές λεπτές ταν-τέλες. Με μεταξωτά μισοφούστανα δεν φοριόταν ποδιά. Όμως στα χαιρέτια (ονομαστικές εορτές) και σε άλλες γιορτινές περιπτώσεις, οι νοικοκιουρές φορούσαν μέσα στο σπίτι, πάνω από το καλό μεσοφούστανο ή το φουστάνι, ποδιά από το ίδιο ύφασμα του φορέματος ή από άλλο λεπτό ύφασμα, πλουμισμένη με ευρωπαϊκές δαντέλες.
Πορκάκι
Το πορκάκι ή προκάκι (ή κοντό στα Βουρλά) είναι ένα είδος ζακέτου που κουμπώνει μπροστά και σπάνια πίσω. Ράβεται με διάφορα είδη υφασμάτων, μεταξωτά, βλαντένια ή βελένια, βαμβακερά και μάλλινα. Τα καθημερινά πορκάκια ήταν βαμβακερά αργαστηριώτικα (αλατζαδένια, αραδωτά, λεπτά τσατμαλίδικα) ή φελπάτα ή μάλλινα, σε σκούρα κυρίως χρώματα. Τ’ αχνάρια τους έχουν αφάνταστη ποικιλία, ανάλογα με το σώμα, το γούστο και την ηλικία κάθε γυναίκας. Τα καλά είναι μεταξωτά, βλατένια ή μάλλινα και το χρώμα τους συνδυάζεται με το μισοφούστανο, κυρίως μαύρο, γερανιό, βυσσινί, κοραλλί, καφετί, μουσταρδί και σκούρο πράσινο. Σπανίως πολκάκι και μισοφούστανο είναι τακίμι, δηλαδή ράβονται από το ίδιο ύφασμα. Όλα είναι εφαρμοστά και μεσάτα, με φουσκωτό μανίκι που στενεύει στις μανσέτες. Στη μέση σχηματίζουν μπάσκα που καλύπτει τους γοφούς ή πέφτουν απλά. Τα νεανικά «μοντέρνα» προκάκια, οι αμαζόνες, είναι πολύ εφαρμοστά, ανοιχτόχρωμα και κοντά ως τη μέση, ενώ τα γεροντίστικα είναι πιο μπατάλικα (φαρδιά), σκούρα και μακριά ως τους γοφούς. Τα πολυτελέστερα πορκάκια είχαν πλούσια διακόσμηση ολόγυρα στην περιφέρεια, στα μανίκια και στο μπροστινό άνοιγμα τριγύρω από τα κουμπιά. Στα σημεία αυτά έραβαν τους τοκμέδες ή τοκμάδες, δηλαδή πανάκριβα αγοραστά κεντήματα με φυτικά σχέδια (φύλλα κι άνθη), καμωμένα από χρυσό ή ασήμι. Άλλες διακοσμήσεις, λιγότερο ακριβές, γίνονταν με μπιρσίμια, με ζέδες (επιμήκη μαύρα χαντράκια) ή με τερτίρια σε μαύρο ή χρυσαφί φυσικό χρώμα του μεταξιού. Σε πολλά πολκάκια της Δυτ. Ερυθραίας ο γιακάς, το στήθος και τα μανίκια έχουν πλούσια διακόσμηση με βαλασιέδες και τορσόνια, είδη λεπτών δαντελών φτιαγμένων στο κουσί (κοπανέλι).
Ο καρές ή δεκολτές στο πορκάκι μπορεί να είναι κι από άλλο λεπτότερο ύφασμα. Στο στήθος υπάρχουν συχνά πολλά λεπτά μπλετάκια (νερβίρ), αν το πορκάκι είναι κλειστό ως το λαιμό. Άλλα πορκάκια (π.χ. στο Μελί) έχουν βαθύ V στο στήθος, για να φαίνεται η καταστόλιστη τραχηλιά. Ο γιακάς άλλοτε είναι κανονικός κι άλλοτε όρθιος, με μπανέλες για να στέκεται. Σε πολλά μέρη (π.χ. Βουρλά, Τσεσμές) δεν κούμπωναν το πορκάκι μέχρι επάνω ούτε στην άκρη των μανικιών, για να φαίνονται από το ποκάμισο οι δαντέλες και τα κοχάκια. Οι γερόντισσες κι οι χαροκαμμένες φορούσαν μαύρα μισοφούστανα και σάκους από ένα γυαλιστερό ύφασμα, το σόφι.
Σε μερικούς οικισμούς δεν φορούσαν πορκάκια, αλλά φαρδιές ζακέτες που τις έλεγαν καζάκες ή σάκους κι έφταναν ως τα γόνατα. Μέσα στο σπίτι, στα νεότερα χρόνια οι γυναίκες ντύνονταν πιο απλά με τη μονοκόμματη, πολύχρωμη ρόμπα από τσίτι ή φέλπα, ή με αλατζάδες, πρόχειρα φορέματα από το ομώνυμο ύφασμα. Στα χωριά των Καράμπουρνων με την καθημερινή βράκα ή τα μισοφούστανα φορέθηκαν μπλούζες, δηλαδή αλατζαδένια πουκάμισα που κούμπωναν πίσω. Το καλοκαίρι συνήθως οι νέες εμφανίζονταν χωρίς πορκάκι, με αλατζαδένια ή κυρίως άσπρα ποκαμισάκια, τα ρουσικάκια, στα οποία «πιο πολλά ήντανε τα πλουμιά παρά το πανί».
ΠΟΔΟΫΡΟΙ ΜΙΣΟΦΟΥΣΤΑΝΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΛΕΘΡΙ (ΑΡ.) ΚΙ ΑΠΟ Τ’ ΑΛΑΤΣΑΤΑ (ΔΕ) ΠΕΡΙ ΤΟ 1910-14
Πανωφόρια
Στα πολλά κρύα οι γυναίκες του Βουρλά φορούσαν το κοντογούνι ή μηλόγουνα, ένα σάκο καπλαντισμένο εσωτερικά με γούνα. Σε άλλα μέρη, κυρίως της Δυτ. Ερυθραίας, μέσα από τον σάκο φορούσαν το τζιπούνι, ένα πλεχτό μάλλινο γελέκι, ή τον αλιμπαντέ (λιμπαντέ), όπως και οι άντρες. Όσες φορούσαν ρόμπες (αστικά φορέματα εποχής) έβαζαν το παν-τό ή την παρντεσού, ευρωπαϊκού στυλ πανωφόρια. Οι πιο πλούσιες αστές φορούσαν γούνινα και βελούδινα μπελερίνια και μπέρτες ευρωπαϊκού τύπου, μπουάδες (γούνινους γιακάδες) και μανσό (περιχειρίδες). Οι πιο μακριές μπέρτες είχαν στον ποδόγυρο ένα ειδικό ρέλιασμα, το βουρτσάκι, για να μη φθείρεται στο περπάτημα το ύφασμα ή η γούνα.
Κεφαλοκαλύμματα
Πολύ μεγάλη ποικιλία, σχετική με την ελικιά (ηλικία), την ώρα (χρονική στιγμή), το ράγκο (κοινωνική θέση), το πλούτος (οικονομική κατάσταση), την περίσταση και την οικογενειακή κατάσταση, χαρακτηρίζει τους ερυθραιώτικους κεφαλόδεσμους. Στα Βουρλά πολλές παντρεμένες μέχρι το 1922 φορούσαν χαμηλό κόκκινο φέσι, επενδυμένο στη βάση του με μια φάσα από σκούρο βελιό και σκεπασμένο με μαύρο μεταξωτό φιλέ. Ο βελιός ήταν διακοσμημένος ολόγυρα με φουσκάκια και φιόγκο στο πλάι. Μερικές φεσούδες έριχναν πάνω από το φέσι πλατιά άσπρα πιτσίλια, τα βέλα. Στο Μελί και σε άλλα χωριά των Καράμπουρνων το κόκκινο φεσάκι των εγγάμων γυναικών στολιζόταν με κάνα δυο σειρές χρυσούς παράδες που έπεφταν στο μέτωπο κι από πάνω έμπαινε το χρυσοκέντητο καλό μαντήλι. Το φέσι φαίνεται πως ήταν κατάλοιπο της παλαιότερης φορεσιάς με βράκα.
Με τις σκολιανές χωρικές ενδυμασίες, φοριέται πάντοτε η μαντηλωσά ή τσεμπερωσά. Από μέσα μπαίνει το τσεμπέρι, ένα σκούρο μαντήλι που οι άκρες του συχνά πλέκονται μαζί με τις κοτσίδες και δένουν ψηλά στο κεφάλι. Το τσεμπέρι συμμαζεύει και διευθετεί τα μαλλιά. Από πάνω πέφτει το πλουμιστό μαντήλι ή τουλουπάνι, καμωμένο από φίνο βαμβακερό ύφασμα. Είναι τετράγωνο με πλευρά 85-95 εκ. και σταμπωτό, με ποικίλα φυτικά και ανθρωπόμορφα σχέδια, που περιτρέχουν τις πλευρές. Μπουκέτα με άνθη, κλαριά με καρπούς και λουλούδια, το κέρας της Αμάλθειας ανάμεσα σε μπορντούρες με φύλλα είναι τα πιο συνήθη από τα λεπτοκαμωμένα πολύχρωμα διακοσμητικά θέματα των μαντηλιών. Στο κέντρο τα μαντήλια έχουν ένα λουλουδάτο στεφάνι ή είναι σκέτα. Στις τέσσερις γωνίες και στο κέντρο πολλά μαντήλια φέρουν σταμπωμένες ανθρώπινες φιγούρες ή τερατόμορφα όντα, όπως γυναίκες ανάμεσα σε λουλούδια ή κάτω από δέντρα, ντυμένες με φορέματα αναγεννησιακού τύπου, αντρόγυνα με παιδί, δράκοντες, φίδια κλπ. Κάθε γυναίκα είχε στα πουρκιά της από 12 μέχρι 60 μαντίλια τέτοιου τύπου.
Μαντήλια δεν έφτιαχναν στην Ερυθραία, αλλά τα εισήγαν από αλλού, ίσως από τα πασματζίδικα (σταμπωτήρια) της Πόλης. Κέντρα πώλησης μαντήλιών ήταν ο Τσεσμές, τα Αλάτσατα, το Αχιρλί, ο Βουρλάς και φυσικά η Σμύρνη. Από εκεί τα αγόραζαν χοντρικά Ερυθραιωτίνες μαντηλούδες και τα μεταπουλούσαν σε όλα τα χωριά, αφού πρώτα διακοσμούσαν ολόγυρα τις πλευρές με κοχάκια ή ογιάδες (Καράμπουρνα), δηλαδή πολύ λεπτές μεταξωτές μπιμπίλες της βελόνας, συνήθως στο φυσικό χρώμα και σπανιότερα πολύχρωμες, που σχηματίζουν κατά διαστήματα άνθινες συνθέσεις, λουλουδάκια, γλαστράκια, φύλλα κ.ά.. Σπουδαιότατο κέντρο διακόσμησης και πώλησης μαντηλιών ήταν το αλατσατιανό μοναστήρι τ’ Άη Νικόλα, όπου οι εκατό και πλέον καλόγριες, εκτός από κοχάκια και πιτσίλια, κατασκεύαζαν περίφημους αλατζάδες, κιλίμια και είδη προικός. Σε μερικά χωριά (π.χ. Αγ. Παρασκευή) δεν στόλιζαν τα μαντήλια με κοχάκια, αλλά μόνο με σατζάκι, δηλαδή δαντέλες της φουρκέτας, με ένθετες πούλιες και χάντρες χρυσές, θαλασσιές ή κόκκινες.
Το χρώμα των μαντηλιών ήταν βυσσινί ή κοκκινωπό σε πολλές αποχρώσεις, άσπρο ή υπόλευκο, κανελί, τσαγαλί, τσικουδί, κρομμυδί, κίτρινο, ρουδί, βερικοκί και γαλάζιο. Συχνά τα αγόραζαν άσπρα και τα έβαφαν επί τόπου με φυτικές ουσίες, κυρίως μύγδαλα, τσίκουδα, αλιζάρι, κρομμύδια κ.ά. Οι πιο νέες φορούσαν μαντήλια με ανοιχτότερα χρώματα και οι μεσόκοπες σκούρα και λιγότερο διακοσμημένα. Το Νιοδεύτερο και το Νιότριτο (Δευτέρα και Τρίτη του Πάσχα) οι νέες απαραιτήτως φορούσαν κόκκινα μαντήλια ή κανάρια και στόλιζαν τις μπουρμάδες (κοτσίδες) τους με σου, άσπρες ή κόκκινες κορδέλες. Πάντως δεν προτιμούσαν μαντήλια σε όλα τα χρώματα, όπως γινόταν π.χ. στην περιφέρεια Αλατσάτων. Στην Αγιά Παρασκευή φορούσαν μόνο ασπριδερά και κοκκινωπά τουλουπάνια, στο Λεθρί και την Κάτω Παναγιά αγαπούσαν τα κόκκινα και τα κιτρινωπά, ενώ στην περιοχή των Βουρλών και του Σιβρισαριού προτιμούσαν το σκούρο σταμπωτό μαντήλι.
Με τα μεταξωτά δεν φορούσαν σταμπωτό μαντήλι, αλλά το ποσάκι ή έμεναν ασκεπείς με διάφορα χτενίσματα της μόδας (μπουλαζέ, μπουμπάρι, κότσο κλπ.) συμπληρωμένα με φιόγκο ή φορούσαν ευρωπαϊκά καπέλα. Σε ορισμένα καραμπουρνιώτικα χωριά (π.χ. Μελί), τα σταμπωτά θεωρούνταν πιο δεύτερα και τα καλά μαντήλια ήταν μονόχρωμα, ολοκέντητα με χρυσές ή ασημένιες πούλιες.
Το μαντήλι διπλώνεται τριγωνικά και τοποθετείται στο κεφάλι έτσι, ώστε η μια γωνία να πέφτει ελεύθερα στην πλάτη. Οι άλλες δυο τακτοποιούνται με τρεις τρόπους, όπως το θέλει η κάθε μια. Άλλοτε οι δυο μπροστινές άκρες πέφτουν ελεύθερα στο στήθος, άλλοτε η μια μαζεύεται γύρω από το λαιμό και μπαίνει κάτω από την άλλη που κρέμεται στο στήθος κι άλλοτε διασταυρώνονται και οι δυο στο λαιμό, δένοντας ανάρια στο σβέρκο, κάτω από την ουρά του μαντιλιού. Και στις τρεις περιπτώσεις, τα κοχάκια ή τα σατζάκια διευθετούνται με επιμέλεια, ώστε να αναδεικνύονται.
Στο Λεθρί, οι συγγενείς έριχναν βυσσινιά μαντήλια για σκέπη στα νεογέννητα κορίτσια μαζί με το ασήμωμα του μωρού.
Ανάλογα με την ηλικία και την περίσταση, οι γυναίκες φορούσαν κι άλλα μαντήλια, όπως το φακιόλι, τη μαντήλα, την καριόλα, την αφιομαντήλα ή μα(γ)ουλίκα, το κανάρι, το ποσάκι και τον σαλμά.
Το φακιόλι, η μαντήλα και η καριόλα είναι άσπρα καθημερινά μαντήλια εργασίας, μέτριου ή μεγάλου μεγέθους. Η μαντήλα και η καριόλα φοριούνται με διάφορους τρόπους (μπαμπούλωμα και άλλα απλά δεσίματα) στις αγροτικές ή άλλες βαριές δουλειές, ράβονται με κρουστό βαμβακερό πανί και δεν έχουν καθόλου στολίδια. Οι χήρες φορούσαν υποχρεωτικά πάνω από το τσεμπέρι μαύρη καριόλα, που σκέπαζε όλα τα μαλλιά και τις παρειές. Αυτή λέγεται και κρέπι, επειδή γινόταν από το ομώνυμο ύφασμα. Άσπρη καριόλα φορούσαν μόνον όταν έκαναν βίζιτα σε νιόγαμπρα.
Το φακιόλι, ένα τετράγωνο μαντήλι διπλωμένο τριγωνικά, ήταν απαραίτητο για τις γυναίκες κάθε ηλικίας στο νοικοκυριό και τη λάτρα του σπιτιού. Έχει ολόγυρα για διακόσμηση το σατζάκι με τα χάντρα. Άλλοτε η μια άκρη του πέφτει στην πλάτη κι οι άλλες δυο, αφού σταυρωθούν πίσω, δένουν σφιχτά στην κορφή του κεφαλιού, όπου συχνά σχηματίζουν φιόγκο, κι άλλοτε η άκρη της πλάτης συμμαζεύεται με τα μαλλιά πίσω και δένεται σχηματίζοντας χαμηλό κότσο. Φακιόλι με πλούσια σατζάκια έβαζαν απαραιτήτως οι γυναίκες, όταν πήγαιναν στο χαμάμ και οι νύφες της Δυτικής Ερυθραίας στο λουτρουμά (το γαμήλιο λουτρό). Το φακιόλι από αραιοϋφασμένο πανί ονομαζόταν και τουρπάνι ή ξαντό. Σε πολλά χωριά χρησιμοποιούσαν το φακιόλι αντί του τσεμπεριού στη μαντηλωσά.
Η μα(γ)ουλίκα ή αφιομαντίλα είναι ένα σκούρο μεγάλο μαντήλι για τις περασμένης ηλικίας γυναίκες, αλλά φορέθηκε κι από νέες σαν πρόχειρο, της δουλειάς. Μπαίνει πάνω από το τσεμπέρι και σφιχτοδένεται πίσω, αφού διασταυρωθεί στο λαιμό, καλύπτοντας τα μάγουλα, το μέτωπο και το λαιμό, περίπου όπως στις καλόγριες. Στην Κάτω Παναγιά, το τσεμπέρι που έπιανε χαμηλά το μέτωπο και κάλυπτε τα μαλλιά, για να μπει η μαουλίκα, το ονόμαζαν κουτελίκι. Πολλά κορίτσια γλύτωσαν στα 1922, επειδή αναγκάστηκαν να κρύψουν την ομορφιά τους και να μεταμφιεστούν σε γριές με μαουλίκες κι αφιομαντήλες, με μουτζουρωμένα πρόσωπα και σκλαβουνικά.
Οι φαντινίτσες και τα καντινέλια (κοπέλες και κορίτσια) φορούσαν το κανάρι ή καναρί ή καναράκι, μονόχρωμο μαντήλι χωρίς στάμπες. Ήταν φτιαγμένο από μεταξωτό κρέπι ή από μπασμά, σε διάφορα φανταχτερά χρώματα και το στόλιζαν με πούλιες, χάντρες και ογιάδες ολόγυρα. Το έβαζαν σε σκόλες από το Πάσχα ίσαμε τ’ Άη Δημητριού δεμένο ρεπαντί, δηλαδή ψηλά στο κεφάλι με την ουρά να κρέμεται πίσω. Στα χωριά των Καράμπουρνων τα κανάρια ήταν ολοκέντητα με πούλιες, τερτίρια και χρυσά πλουμιά κυρίως στη γωνιά που έπεφτε στην πλάτη.
Το ποσάκι ή ποσί ή πόσι ήταν ένα μονόχρωμο μεταξωτό μαντήλι χωρίς σχέδια, αλλά καταστόλιστο με λεπτότατα κοχάκια, που το φορούσαν οι πιο νέες, τις καλές μέρες, στο κεφάλι ή στο λαιμό. Τα ποσάκια χρησίμευαν και για να τυλίγουν μικρά πολύτιμα δώρα, τα ριξίματα, που τα χάριζαν οι συγγενείς στους νιόπαντρους ή η νύφη στους συγγενείς του γαμπρού. Στους γάμους, άσπρα ποσάκια φορούσαν στο λαιμό οι χήρες, «για να μην πέσει γουρσουζά στα νιόνυφα». Οι Αλατσατιανές ποσάκι ονόμαζαν το μποξαδάκι, μια μεταξωτή καλοκαιρινή εσάρπα μεσαίου μεγέθους, που φοριόταν στο κεφάλι ή στους ώμους.
Ο σαλμάς ή σαλμαδάκι είναι ένα τριγωνικό κόκκινο μεταξωτό μαντηλάκι που φορέθηκε στην περιοχή των Βουρλών. Το έβαζαν απαραιτήτως οι νύφες στον λουτρό, την Πέμπτη πριν από το γάμο, και οι νιόνυφες σε ανάλογες περιστάσεις.
Στις καλοκαιρινές αγροτικές εργασίες και κυρίως στο τρύγος, χρησιμοποιούνταν πολύ τα σκιάθια και οι κωνικοί καπέλοι, φτιαγμένα από ψαθί. Επίσης φορέθηκαν και οι σκούφιες, υφασμάτινα αυτοσχέδια καπέλα με τεράστιο γείσο, που έδεναν στο λαιμό με κορδονάκι. Τις σκούφιες λάνσαραν οι Ερυθραιώτες μετανάστες στην Αμερική.
Μποξάδες
ΠΙΣΩ ΟΨΗ ΜΑΝΤΗΛΙΩΝ ΕΡΥΘΡΑΙΑΣ
Οι Ερυθραιώτισσες, χειμώνα καλοκαίρι, έριχναν στους ώμους ή στο κεφάλι μποξάδες, μποξαδάκια, σάλπες και μπελερίνια. Όλα αυτά ήταν διαφόρων ειδών και ποιοτήτων, μάλλινα ή μεταξωτά, σκούρα, λευκά ή πολύχρωμα, πλεκτά ή αγοραστά, με δαντελένιες διακοσμήσεις, χρωματιστούς ολαμάδες και κρόσσια.
Οι μποξάδες ήταν πολύ μεγάλα τετράγωνα υφάσματα που διπλώνονταν τριγωνικά και κάλυπταν όλη την πλάτη και τον κορμό, ενώ η άκρη τους πίσω έπεφτε μέχρι τα γόνατα. Πολύ συχνά τους φορούσαν και στο κεφάλι, πάνω από τη μαντηλωσά. Ορισμένοι λέγονται μαρχαμάδες ή μαχραμάδες και είχαν ολαμάδες, δηλαδή άλλου χρώματος ριγωτά σχέδια στις ούγιες, σαν φάσα. Οι βενετσιάνικοι μεταξωτοί μποξάδες λέγονταν στα Αλάτσατα κουκουνάρες. Ήταν λεπτές εσάρπες με πλούσια κρόσσια και πυκνά ενυφασμένα ή κεντημένα σχέδια με χρυσό τερτίρι σε κωνικό σχήμα. Άλλου τύπου μάλλινος μποξάς με πυκνότερη πολύχρωμη διακόσμηση λεγόταν απλώς λαχούρι ή λαχουρί. Τους σκούρους γεροντίστικους μποξάδες στα Αλάτσατα τους ονόμαζαν και πανωμάντηλα. Οι καλοκαιρινοί μποξάδες, μεταξωτοί κι ανοιχτόχρωμοι, συνήθως άσπροι, είχαν φυτικά σχέδια κεντημένα με μεταξοκλωστές, με τις βελονιές αλυσίδα και ρίζα. Οι πολυτιμότεροι μποξάδες, αγορασμένοι στη Σμύρνη ή στην Πόλη, ήταν από ύφασμα διμισκί (δαμασκηνό) και λίγες τους φορούσαν. Με καλούς μποξάδες έφτιαχναν τα μποξαλίκια, δώρα σε συγγενείς των νεονύμφων ή μπόγους για τη μεταφορά των πουρκιών. Γι’ αυτό κάθε κοπέλα της παντρειάς είχε στην προίκα της τουλάχιστον μια ντουζίνα μεταξωτούς μποξάδες.
Τα μποξαδάκια ήταν μικροί μάλλινοι ή μεταξωτοί μποξάδες, αγοραστοί ή πλεγμένοι με το κατσούνι (βελονάκι), κυρίως καθημερινής χρήσης, χωρίς πολλές διακοσμήσεις. Οι σάλπες ή σαρπάκια πλέκονταν με λεπτό μαλλί και είχαν πολλά τρυπητά σχέδια, χωρίς κρόσσια. Σε πολλά μέρη σαρπάκι και μποξαδάκι ονόμαζαν το ίδιο ρούχο. Επίσης οι γριές φορούσαν το χειμώνα μέσα στο σπίτι πλεχτά μπελερινάκια που έδεναν στο λαιμό και κάλυπταν το στήθος, την πλάτη και τα χέρια ως τον αγκώνα.
Ζώσματα
Οι γυναίκες της Ερυθραίας δεν φορούσαν ζώσματα με τα μισοφούστανα, εκτός από ορισμένες περιπτώσεις. Σε γάμους και πολύ μεγάλες θρησκευτικές γιορτές, στα χωριά οι νέες γυναίκες περιέδεναν τη μέση με τον τσεβρέ ή τσερβέ, μια λινή ή μεταξωτή βρακοζώνα κεντητή στις άκρες με ολόχρυσες μπλίρες και τερτίρια. Επίσης οι Βουρλιωτίνες βρακούδες παλαιότερα φορούσαν στη μέση τον φωτά, ένα πολύχρωμο μάλλινο ή μεταξωτό μαντήλι φερμένο από τους Αγίους Τόπους. Ειδικές ζώνες φορούσαν και οι νύφες στα Βουρλά (βλ. νυφικές φορεσιές).
Υπόδηση
Στα πόδια φορούσαν (σ)κάρτσες πλεγμένες με ειδικές (σ)καρτσοβελόνες. Πλέκονταν με λεπτό μαλλί, μετάξι ή βαμβάκι και μόνο οι πλούσιες έβαζαν λεπτότατες αγοραστές μεταξωτές κάρτσες. Ήταν πολύχρωμες, μονόχρωμες ή δίχρωμες με τεράστια ποικιλία σχεδίων (καρυδάκι, πούλουδα, κεπαρίσσια, κρίνα κλπ.). Συνήθως έφταναν στο γόνατο, όπου έδεναν με (σ)καρτσοδέτες κάτω από τα μπατζάκια του βρακιού. Η καρτσοδέτα ήταν ένα λεπτό κορδονάκι με φουντάκια στην άκρη, φτιαγμένο από το ίδιο υλικό της κάρτσας, που περνούσε ολόγυρα μέσα από θηλίτσες στο πάνω άκρο της. Υπήρχαν και χοντρές μάλλινες κάρτσες, κοντές ως τη μέση της γάμπας, που λέγονταν τσουράπια. Σε πολλά χωριά, τις καθημερινές, οι νέες γυναίκες απέφευγαν τις κάρτσες, για να μη χαρακτηριστούν ως ασθενικές. Μέσα στο σπίτι, το χειμώνα, πάνω από τις κάρτσες φορούσαν τα τερλίκια ή διαφόρων ειδών πασούμια με μεταξωτές φούντες, πούλιες και χάντρα. Τα καλά πασούμια ήταν ατλαζένια ή βελένια, ολοκέντητα στο τελάρο με χρωματιστές μεταξοκλωστές, όπως οι αντρικές παντόφλες.
Παπούτσια φορούσαν πολλών ειδών. Μποτίνια, στιβανάκια, βιδέλα και γοβάκια, λαπτσίνια και σκαρπινάκια για τις εξόδους, αγορασμένα κυρίως από τη Σμύρνη. Στον λουτρό φορούσαν ειδικά ξύλινα τσόκαρα, τα ναλίνια, συχνά διακοσμημένα με σεντέφι. Το χειμώνα, για τις δουλειές έξω από το σπίτι έβαζαν ειδικά χονδροειδή μποτάκια που λέγονταν γαλέντζες ή γαλόντζες. Γυναίκα αξυπόλητη δεν κυκλοφορούσε ούτε στο φτωχότερο χωριό, γιατί ήταν προσβλητικό και ένδειξη έσχατης ένδειας.
Γάντια
Στα χέρια φορούσαν τις χέρες, γάντια δύο τύπων: με όλα τα δάχτυλα καλυμμένα ή συνήθως με τις φάλαγγες ελεύθερες, για να φαίνονται τα δαχτυλίδια και να έχουν καλύτερη αφή. Οι χέρες ήταν μπλεχτές μιτένιες (από βαμβακερό νήμα) και σπανιότερα μεταξωτές. Το μήκος τους κυμαίνεται από τον καρπό έως τον αγκώνα. Ορισμένες χέρες που έπλεκαν οι γυναίκες ήταν ασορτί με τις κάρτσες. Χρωματιστές χέρες φορούσαν απαραιτήτως οι αργατίνες στο τρύγος και στο θέρος, για να μην πληγώνουν και να μη μαυρίζουν τα χέρια τους. Οι αστές φορούσαν αγοραστά μεταξωτά ή δερμάτινα μαύρα γάν-τια.
Κοσμήματα
Τα κοσμήματα ήταν χρυσά ή επίχρυσα και σπάνια ασημένια ή γυάλινα. Τα καλύτερα κοσμήματα προέρχονταν από τη Σμύρνη, που διέθετε ολόκληρα μπεζεστένια με περίφημα κοϊμτζίδικα (χρυσοχοεία), και σπανιότερα από την Πόλη. Άλλα όμως ήταν εισηγμένα από την Ευρώπη και την Αμερική. Κοσμήματα κατασκευάζονταν και επί τόπου στην Ερυθραία, στα κιμιτζίδικα των Βουρλών, των Αλατσάτων και του Τσεσμέ, αλλά θεωρούνταν δεύτερης ποιότητας.
Οι Ερυθραιώτισσες φημίζονταν ως λουσούδες και αρέσκονταν ιδιαιτέρως στα κοσμήματα, τα οποία λέγονταν γενικώς τζόγιες, τζιβαΐρια, μαλάματα, χουρσά ή χρουσαφικά. Ακόμη και στις δουλειές φορούσαν κοσμήματα μικρής αξίας, ασημένια ή μαλαμοκαπνισμένα. Έβαζαν πολλών ειδών δαχτυλίδια, στολισμένα με πολύτιμα και ημιπολύτιμα πετράδια, ματάκια της θάλασσας, τυρκουάζ και μικρά χρυσά νομίσματα. Απαραίτητο δώρο για τη νύφη ήταν το χρουσό δαχτυλίδι, στολισμένο με ημιπολύτιμα πετράδια για φτωχούς ή με πιρλάν-τι για πλούσιους. Αυτό ονομάζονταν αρρεβώνα ή βεργέτα. Βέρες του σημερινού τύπου άρχισαν να φοριούνται από τα τέλη του 19ου αι. κατ’ επίδραση της Σμύρνης και της Αμερικής, όπου είχαν μεταναστεύσει χιλιάδες Ερυθραιώτες, λόγω της φυλλοξέρας των αμπελιών και της ανεργίας που την ακολούθησε. Στις επίσημες εμφανίσεις τα δάχτυλα ήταν κατάφορτα με δαχτυλίδια.
Οι Ερυθραιώτισσες συνήθιζαν να φορούν σκουλαρίκια από τη βρεφική τους ηλικία. «Μόλις ησαράντιζένε το λεχούδι, θε’ να του τρυπούσανε τ’ αφτιά, για να βάνει τα σκουλαριγκάκια του κιουρού (πατέρα) του γιά του παερή (νονού) του». Τα σκουλαρίγκια ήταν συνήθως κρεμαστά με ειδικές ονομασίες, ανάλογες με το σχέδιο, τον διάκοσμο ή το σχήμα, όπως καφασάκια, καλαθάκια, διαμαντάκια, βέργες, φουσκάκια, χαρκάδες, πουλάκια κλπ. Πολλά διακοσμούνταν με πολύτιμες πέτρες.
Τα βραχόλια ήταν δυο τύπων, αλυσιδωτά και κρίκοι. Τα πολυτιμότερα βραχόλια λέγονταν μάπες (Βουρλά) ή χούφτες (Αλάτσατα, Τσεσμές) και είχαν 5 έως14 σειρές αλυσίδες, εξαρτημένες από δυο επιμήκεις πλάκες που κούμπωναν με περόνη. Οι μεγαλύτερες μάπες έφταναν ως τον αγκώνα. Οι αλυσίδες τους λέγονταν βίτσες και όσο πιο πολλές είχε το βραχιόλι, τόσο ακριβότερο θεωρούνταν. Οι μάπες πήγαιναν μια ζυγή, δηλαδή ζευγάρι, μια για κάθε χέρι. Υπήρχαν δυο λογιών χούφτες, ασημένιες για τις καθημερινές και ολόχρυσες για τις επίσημες μέρες. Μια ζυγή χουρσές μάπες ήταν απαραίτητο και πανάκριβο γαμήλιο δώρο. Μάπες και χούφτες πολλώ βιτσώ αποτελούσαν επένδυση για την οικογένεια. Βραχόλια παρόμοια με τις μάπες ήταν και οι μπουρμάδες ή πουρμάδες, που είχαν πολλές στριφτές αλυσίδες. Οι κρίκοι δεν είχαν κούμπωμα, αλλά έμπαιναν από την παλάμη και έχουν διάφορες ονομασίες, όπως στριφτάρια, φιδάκια ή βέργες, ανάλογα με το σχέδιο. Τα φιδάκια μάλιστα, που κατέληγαν σε κεφάλι φιδιού με τυρκουάζ ή ρουμπίνια στα μάτια, φοριούνταν απαραιτήτως και σε καθημερινή βάση από τις Αλατσατιανές. Άλλα βραχιόλια, τα σμυρναίικα, τα πολίτικα και τα μπιλετζίκια (Καράμπουρνα), άνοιγαν στη μέση με περίτεχνο κούμπωμα, συνήθως λουλούδι, σκέτο ή με πετράδι. Το πλάτος τους ποίκιλλε από λίγα χιλιοστά έως 5 εκ. και είχαν διάφορα σχέδια, εγχάρακτα, φιλιγκράν κλπ.
Στο λαιμό απαραίτητος ήταν ο χρυσός σταυρός, σκέτος ή στολισμένος με καφασάκια, ειδικές υποδοχές πολύτιμων λίθων. Οι μεγάλοι και βαρύτιμοι σταυροί ονομάζονταν αγκόρφια. Το πιο συνηθισμένο κόσμημα του στήθους ήταν το κορδόνι, μακριά ως 2,5 μέτρα χοντρή χρυσή αλυσίδα που έφτανε στην κοιλιά. Το φορούσαν σε διπλή ή τριπλή σειρά, κάνοντάς του κι έναν κόμπο. Ανάλογα με τον τρόπο κατασκευής τους, τα κορδόνια ονομάζονται φακή, φιτίλι, μπλεχτό, μπουρμαλίδικο κ.ά. Στο κορδόνι κρεμούσαν κι ένα πεντόλιρο ή χρυσό ρολογάκι ή μενταλιό καπακιαστό, μενταγιόν που άνοιγε με καπάκι, όπως η λεγόμενη καρδιά. Άλλου είδους περιδέραια ευρωπαϊκής προέλευσης ήταν τα μενταλιά με τα πετράδια, τα παντατίφ, οι μαργαριταρένιοι κολιέδες και τα βαρύτιμα χρυσά γιορντάνια στολισμένα με πολύτιμες πέτρες. Αυτά συνηθίζονταν από τις πλούσιες και πιο εξελιγμένες αστές. Οι χωρικές, αλλά και πολλές αστές της Δυτικής κυρίως Ερυθραίας, φορούσαν γύρω στο λαιμό χρυσές αλυσίδες, τις ρέστες ή αρέστες ή αρμάθες, απ’ όπου κρεμούσαν τούρκικα πεντόλιρα κι άλλα χρυσά ή επίχρυσα νομίσματα διαφόρων εποχών και προελεύσεων (ντούμπλες, ναπολεόνια, λοΐζια, ματζάρικα, ρουμπιέδες, ρούβλια, λίρες, μαχμουντιέδες, τρακοσάρες, μετζίτια, δεκάτα, φλουριά, κωσταντινάτα, τάλιρα κλπ.) σε μία, δύο ή τρεις το πολύ σειρές, που φανέρωναν και την οικονομική κατάσταση της οικογένειας. Οι αρέστες συνδυάζονταν και με τα κορδόνια. Από τις αρχές του αιώνα, αριστερά στο στήθος έβαζαν καμιά φορά και καρφίτσες λογιώ λογιώ. Απαραίτητο συμπλήρωμα της γυναικείας εμφάνισης ήταν το τσαν-τάκι, το ρεπίδι (βεντάλια) και σπανιότερα το παρασόλι (ομπρέλα). Τα τσαν-τάκια ήταν πολύχρωμα πλεχτά πουγκιά, λεπτοδουλεμένα με τη βελόνα, αλλά τα καλύτερα ήταν αλυσιδωτά ασημένια ή βελούδινα χρυσοκέντητα.
Οι γερόντισσες κι οι πενθούσες δεν έβαζαν κανένα κόσμημα, εκτός από μια σειρά πάρα πολύ λεπτά μαργαριτάρια, τα φουσκάκια. Σε επίσημες εμφανίσεις, και οι αρρεβωνιασμένες φορούσαν φουσκάκια διαφόρων μεγεθών σε πολλές σειρές, που όσο περισσότερες ήταν, τόσο πιο βαροπρουκισμένη θεωρούνταν η υποψήφια νύφη.
Τα κοριτσάκια φορούσαν σε καθημερινή βάση μόνο σκουλαρίγκια. Τις σκόλες έβαζαν το σταυρό του παερή τους, κανένα δαχτυλιδάκι ή φιδάκι. Συχνά οι γονείς τούς χάριζαν χαρχάλια, μεγάλα γυάλινα βραχιόλια, που εκτιμούσαν ιδιαιτέρως οι Τουρκάλες, και τσίλια ή ματοστάτες (γαλάζιες ματόχαντρες). Στα μωρά και στα παιδάκια απαραίτητο ήταν το χαϊμαλί, το φυλαχτό.
Καθορισμένη νυφική φορεσιά δεν υπήρχε στην Ερυθραία. Οι νύφες φορούσαν την καλή τους φορεσιά, έτσι όπως διαμορφώθηκε σε κάθε τόπο, ραμμένη με ακριβά υφάσματα. Ολόλευκα νυφικά και βέρες του σημερινού τύπου εμφανίστηκαν μόλις λίγα χρόνια πριν από το Διωγμό, κυρίως σε περιοχές που είχαν μετανάστες στην Αμερική (Αλάτσατα, Λυθρί κ.ά.) ή από σμυρναίικη αστική επίδραση. Οι πλούσιες αστές φορούσαν πολυτελή φορέματα εποχής σε διάφορους χρωματισμούς και στο κεφάλι λευκό πέπλο. Οι άλλες έραβαν για νυφικό μια μεταξωτή ρόμπα (φουστάνι) οποιουδήποτε χρώματος ή μεταξωτά μισοφούστανα και πορκάκια στο φυσικό χρώμα του μεταξιού. Σε νεότερες εποχές, στο κεφάλι έβαζαν άσπρο τούλινο πέπλο, το ουάλι ή βουάλι, που είχε λεπτό κέντημα τύπου πλακέ με ασημένια ή χρυσά σύρματα, ή το μεταξωτό μαγνάδι ή έριχναν δαντελένια ευρωπαϊκά πέπλα. Παλαιότερα όμως το νυφικό πέπλο ήταν κόκκινο με λεπτά κεντήματα από τερτίρι και χρυσό σύρμα. Στόλιζαν τους κροτάφους με λουλούδια και έβαζαν οτράδες (ίνες) από μπλίρες ή μπρίλες, λεπτότατα χρυσά ή ασημένια ελάσματα που σκέπαζαν ολόγυρα το κεφάλι, το μέτωπο και το στήθος, φτάνοντας στα πλάγια ως το γόνατο. Οι μπλίρες ήταν κοινότατο στολίδι γάμου όχι μόνο στην Ερυθραία, αλλά σε ολόκληρο σχεδόν το σαντζάκι της Σμύρνης. Επίσης αρματώνουνταν με τα καλύτερα χρουσαφικά τους και απαραιτήτως διαμαντένιο ή χρυσό δαχτυλίδι, δώρο του γαμπρού. Οτράδες από μπλίρες κρεμούσαν στα ρούχα τους και όλοι οι γαμούσηδοι, ως ένδειξη χαράς. Στα Βουρλά παλαιότερα οι νύφες φορούσαν κόκκινο φεσάκι – χαρακτηριστικό των παντρεμένων γυναικών – κι από πάνω κόκκινη ολοκέντητη σκέπη, που έπεφτε στην πλάτη, στηριγμένη με άφθονες μπλίρες. Στη μέση ζώνουνταν με ιερατική ζώνη (την δανείζονταν από την εκκλησία) ή με τη χατζηλίδικια πολύχρωμη ζώνη, φερμένη από τα Ιεροσόλυμα. Χαρακτηριστικό νυφικό κόσμημα, απομεινάρι παλαιότερης εποχής, ήταν το γλητάρι, μια υφασμάτινη ταινία με ραμμένα φουσκάκια, γαμήλιο ρίξιμο (δώρο) του γαμπρού. Μετά τη βλόγα, στον αντίγαμο (την Τρίτη ή την Κυριακή μετά το γάμο), στις πρώτες επίσημες εμφανίσεις και σε γιορτές, οι νύφες φορούσαν τα δεύτερα, μια φορεσιά πάλι μεταξωτή, αλλά σε διάφορα έντονα χρώματα, πράσινο, μόρικο, ρουδί κλπ.
ΑΣΤΙΚΗ ΦΟΡΕΣΙΑ ΚΑΙ ΒΡΑΚΑΣ ΑΡΧΕΣ 20ου ΑΙΩΝΑ-ΑΛΑΤΣΑΤΑ
ΚΟΜΜΩΣΗ – ΚΑΛΛΩΠΙΣΜΟΣ
Κοκέτες και λουσούδες σαν γνήσιες κόρες της Ιωνίας, οι γυναίκες της Ερυθραίας έδειχναν ιδιαίτερη φροντίδα στην περιποίηση της κεφαλής και του σώματος, ιδίως του προσώπου. Σε όσους οικισμούς υπήρχε δημόσιος λουτρός (χαμάμ), οι γυναίκες πήγαιναν μια φορά την εβδομάδα, σε καθορισμένη ημέρα, πλένονταν, λούζονταν και άλειφαν το σώμα με αυτοσχέδιες κρέμες. Όπου δεν υπήρχε η δυνατότητα του χαμάμ, αλλά και στα αστικά σπίτια, «ηπλενούντανε με τσι λάζες και τα λεγένια». Το πλύσιμο γινόταν με αγνό σπιτικό σαπούνι. Το λούσιμο ήταν ολόκληρη ιεροτελεστία. Προτιμούσαν το βρόχινο νερό βρασμένο με βαγιόφυλλα και βαγιοκούκουτσα, με μερσινιές, λεβάντες και άλλα φυτά, που έδιναν στιλπνότητα και ευοσμία στο μαλλί. Στη Δυτική Ερυθραία (Τσεσμές, Κάτω Παναγιά, Βατζίκι, Αγ. Παρασκευή κ.ά.), οι γυναίκες λούζονταν με τον πηλό, ένα λιπαρό κιτρινόχωμα από τις πελεκανιές (λατομεία) της περιοχής, το οποίο καθάριζε εξαιρετικά τα μαλλιά και προσέδιδε λάμψη και ομορφιά. Σε άλλα μέρη έβαφαν τα μαλλιά με φρέσκες καρυδόφλουδες, με αλιχάνη ή κνιάζουνταν με τον κινά, κυρίως στους λουτρουμάδες. Τα μαλλιά θεωρούνταν ένδειξη ομορφιάς, θηλυκότητας και τιμής, γι’ αυτό και δεν τα έκοβαν, γιατί «η κουρεμένη ήντανε γεβεντισμένη, αξετσίπωτη, μπομπεμένη». Οι χτενισές ήταν πολλών ειδών, σύμφωνα με τη μόδα της εποχής, την κοινωνική θέση και τον τύπο της γυναίκας. Τα κορίτσια και οι κοπέλες συνήθιζαν τα πολύ σγουρά μαλλιά και τις κοτσίδες, που οι χοντρές λέγονταν μπουρμάδες και οι λεπτές βρουλίδες ή βρουλίδια. Όσα κορίτσια είχαν πλούσια μαλλιά έκαμαν πολλές μικρές πλεξουδίτσες που έφταναν τον – υπερβολικό ίσως – αριθμό των σαράντα, γι’ αυτό και η λέξη σαρανταπλεξουδίτσα ήταν συνώνυμη της όμορφης κόρης. Άλλες πάλι άφηναν κατσαρωμένα τζουλούφια ή σκουλλιά στα πλάγια του μετώπου. Πολύ συνηθισμένες «μοντέρνες» κομμώσεις ήταν ο μπουλαζές, ο φριζές, η όργα (χτένισμα της βασίλισσας Όλγας) και κυρίως ο κότσος, για όσες δεν φορούσαν μαντηλωσά. Σε τέτοιου τύπου κομμώσεις, πρόσθεταν μπουμπάρια με ξένα μαλλιά για ενίσχυση. Οι περασμένης ηλικίας γυναίκες έκαμαν χαμηλούς κότσους ή μπουρμαδίτσες που τις πλέκανε με το τσεμπέρι. Τα μάτια βάφονταν με σουρμέ – ένα είδος μαύρης μπογιάς – τα χείλη με βάμμα (αυτοσχέδιο κοκκινάδι) και τα νύχια με αλιχάνη ή με κινά, όπως οι Τουρκάλες.
Τα μάτια σου σουρμέ ‘χουνε,
παλαβωμένο μ’ έχουνε.
(δίστιχο της Κάτω Παναγιάς)
Το πρόσωπο το περιποιούνταν με διάργυρο, με σουλ(ου)μά και τρεμεντίνα, καλλυντικά με βάση τον υδράργυρο και την τερεβινθίνη, τα οποία αποτρίχωναν και λεύκαιναν το δέρμα, καλύπτοντας τις ατέλειές του. Το ίδιο έκαναν και στις φτέρνες, «για να ‘ναι άσπρες κι αφράτες». Την τρεμεντίνα ή τραμουντίνα μάλιστα δεν την μεταχειρίζονταν μόνες τους οι γυναίκες, αλλά καλούσαν ειδικές ξουρίστρες που αποτρίχωναν μ’ αυτό το υλικό τα πρόσωπα των πελατισσών τους. Υπήρχαν και πολλά αυτοσχέδια καλλυντικά προσώπου, με βάση φυσικά υλικά, όπως αγγούρι, μέλι, γάλα, αυγό, κερί, λεμόνι, πικραμύγδαλο, τσικουδόλαδο, ελαιόλαδο κ.ά. Οι συνταγές τους αποτελούσαν συνήθως οικογενειακό μυστικό και μεταβιβάζονταν από μάνα σε κόρη. Όσες γυναίκες ασχολούνταν πολύ με την περιποίηση του προσώπου και τον καλλωπισμό ονομάζονταν γενικώς σουλμαδούδες.
ΠΑΙΔΙΚΕΣ ΦΟΡΕΣΙΕΣ
Στην Ερυθραία τα παιδιά δεν ντύνονταν όπως οι μεγάλοι. Μέχρι την εφηβική ηλικία, τα αγοράκια φορούσαν απομιμήσεις στρατιωτικών στολών και κυρίως τα μαρνέρικα ή μαρνέλικα, δηλαδή ναυτικά, ή αστικά κουστουμάκια. Στα χωριά συνηθίζονταν τα ντρίλινα παντελονάκια και τα αλατζαδένια ποκαμισάκια. Στα απομονωμένα χωριά και στις φτωχότερες τάξεις συναντάμε και παιδικές βράκες. Στο κεφάλι φορούσαν ψάθινα καπελάκια και πηλίκια, που ήταν πολύ της μόδας.
Τα κοριτσάκια φορούσαν ρομπίτσες (φορεματάκια της εποχής) και κυρίως αλατζαδάκια, πολύχρωμα φουστανάκια από ντόπιο αλατζά. Καμιά φορά έβαζαν κι αυτά μαρνέρικα, με μπελαμάνα και φουστίτσα. Στις κομμώσεις των κοριτσιών «αγαπούσαν πολύ τα σγουρά και τσι μπουρμάδες με τσι φιόγκοι και τα κορδελάκια.»
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
Ορισμένες λέξεις γράφτηκαν με ν-τ (τσαν-τάκι, ταν-τέλα, παν-τό, παν-τόφλες, γάν-τια), για να αποδοθεί η ακριβής ερυθραιώτικη προφορά τους, επειδή σε άλλες ερυθραιώτικες λέξεις και στα σύγχρονα ελληνικά το ντ προφέρεται σχεδόν πάντοτε ως d και όχι ως nt.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αικατερίνης Γιάννης Δ., Χαμένες Πατρίδες, Το χωριό μας η Αγία Παρασκευή του Τσεσμέ (το Κιόστε), 1760-1922, Σκιάθος 1984.
Βαγιανός Μανώλης Γ., Μελί Καραπούρνων Ερυθραίας Μικράς Ασίας, Μελί Μεγάρων 1981.
Βλάμος Κων/νος Α., Τα Αλάτσατα της Ιωνικής ή Ερυθραίας Χερσονήσου 1640-1914, Θεσ/νίκη, 1946.
Ένωσις των απανταχού εκ Κάτω Παναγιάς Μικράς Ασίας, Του χωριού μας, Αθήναι 1958.
Ζήκας-Τζήκας Γιάννης Ν., Αρχαία Ερυθραία, το Μελί και η περιοχή, Αθήνα 1979.
Καμέρη-Τσουκαλά Ευτυχία, Το χρονικό της Ευτυχώς, Λευκωσία 1989.
Κλεάνθης Φάνης Ν., Αλάτσατα, η χαμένη πατρίδα μου, Αθήνα 1987.
Κουβάς Γιάννης, Το χωριό μας το Σιβρισάρι, Καισαριανή 1989.
Μαραβελάκης Μ. – Βακαλόπουλος Α., Οι προσφυγικές εγκαταστάσεις στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, εκδ. Βάνιας, Θεσ/νίκη 1993.
Μηλιώρης Νίκος Ε., Τα Βουρλά της Μικράς Ασίας, Μέρος Β’, Λαογραφικά, έκδ. Ενώσεως Σμυρναίων, Αθήναι 1965.
Παραρά-Ευτυχίδου Νίτσα, Στα Βουρλά μας πριν καούν, τόμ. Α’, Αθήνα 1985, τόμ. Β’, εκδ. Πιτσιλός, Αθήνα 1993.
– Τα Βουρλά μας καίγονται, εκδ. Νέα Σύνορα-Λιβάνης, Αθήνα,1997.
Στράτου Δόρα Ν., Ελληνικοί Παραδοσιακοί Χοροί, Ο.Ε.Δ.Β., Αθήνα 1979.
ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΤΕΣ
Βασικό και καθοριστικό ρόλο στη σύνταξη του πονήματος για τις ερυθραιώτικες φορεσιές έπαιξαν οι μαρτυρίες των προσφύγων από διάφορα μέρη της Ερυθραίας και της ευρύτερης περιοχής. Οι περισσότεροι είναι μεγάλης ηλικίας, γεννημένοι στην Πατρίδα μεταξύ 1900 και 1922 κι άλλοι είναι πρόσφυγες της δεύτερης γενιάς. Μερικοί από αυτούς δεν είναι πια στη ζωή. Χωρίς την πολύτιμη και μοναδική βοήθειά τους, τούτες οι σελίδες θα ήταν ελλιπέστατες. Τους οφείλω πολλά και ένα απλό ευχαριστώ δεν αρκεί.
Πιπίνα Ανδρεαδάκη, Φιλίτσα Γεώργαντζη, Καλλιόπη Δρυμπέτη, Κατίνα Καψάλη, Δώρα Κεφάλα, Κούλα Κώστογλου, Κώστας Κώστογλου, Βασιλεία Μιχάλα, Πάτρα Μιχάλα, Ελισάβετ Νίκου, Κούλα Παπαϊωάννου, Δήμητρα Πετρίδου, Λεμονιά Σαριγκουλέ, Γιώργης Τζοανάκης, Κική Τσακνή, Λεθριανοί.
Νίτσα Γαλάνη, Κατίνα Καραγιάννη, Μαρία Νταγκίνη, Ευανθία Τζανή, Κλεονίκη Τζοανάκη, Γαρύφαλω Τσικρίτη, Μαρίτσα Φέρμελη, Κωσταντία Χριστοφή, Αλατσατιανές.
Θοδώρα Κοσμά, Λουλού Μαντουρέκα, Γιωργίτσα Σταθάκη, Αθανασία Σφαντού, Σεβντικαλιές.
Γιαννακός Στεφανουδάκης, Αχριλιανός.
Γιάννης Ζήκας, Μελιώτης.
Γιωργία Βαρβέρη, Τασία Καρβέλη, Πέτρος Κοσμάς, Φιλιώ Λάβδα, Λυγερή Μουστάκη, Μήτσος Σαρρής, Κική Τσούση, Φιλιώ Χαϊδεμένου, Βουρλιώτες.
Τριανταφυλλιά Σπανουδάκη, Αγιαπαρασκευούσαινα.
Δέσποινα Διονυσιώτη, Δέσπω Κούτα, Ευτυχία Πέππα, Γιώργος Σταμπέλος, Τσεσμελήδες.
Χαρικλείτσα Κερμετζόγλου, Δέσποινα Μαπάκη, Αγγελική Μίμινα, Ξένη Παπαδοπούλου, Ρένα Τζοανάκη, Σεουτιανές.
Φώτης Βαρδαξής, Μιχάλης Βαρβέρης, Μήτσος Κοντάρας, Μανόλης Κυριαζής, Ευταλία Μαπάκη, Αρχοντία Μισιρλή, Χρήστος Κ. Πίσσαρης, Χρύσα Χατζηφωτίου, Σιβρισαριανοί.
Θοδωρής Κοτζαμάνης, Σταύρος Σφαντός, Ντεμερτζιλιώτες.
Κυριακή Κουτούγκα, Κατωπαναγούσαινα.
Ελένη Χατζηγιάννογλου, από τον Τεκέ των Μουρντουβανιών